χρεοφειλέτης

χρεοφειλέτης
χρεοφειλέτης and the less well attested form χρεωφφειλέτης (due to assimilation, B-D-F §35, 2; 119, 2; Tdf., Prol. 89; W-H., App. 152; W-S. §16, n. 28 Mlt-H. 73; in the LXX and as v.l. in the NT we have the spelling χρεοφιλέτης), ου, ὁ (Hippocr., Ep. 17, 55; Aeneas Tact. 192; 516; Diod S 32, 26, 3; Dionys. Hal.; Plut., Caesar 713 [12, 2], Luc. 504 [20, 3]; Aesop, Fab. 11 H. [=5 P.; 10 Ch.; H-H. 5]; SIG 742, 53; CWessely, Studien z. Paläogr. u. Papyrusk. 20, 1921, 129, 4; Job 31:37; Pr 29:13) debtor Lk 7:41 (on the parable: PJoüon, RSR 29, ’40, 615–19; GPerrella, Div. Thomas Piac. 42, ’40, 553–58); 16:5.—DELG s.v. χρή 2. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χρεοφειλέτης — ὁ, ΜΑ βλ. χρεωφειλέτης …   Dictionary of Greek

  • χρεοφειλέτης — ο ο οφειλέτης χρέους, ο χρεώστης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρεωφειλέτης — και χρεοφειλέτης, ο, ΝΑ πρόσωπο που έχει χρηματικές οφειλές, χρεώστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος/ χρεῖος + ὀφειλέτης. Το ω του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • χρεώστης — ο αυτός που χρωστάει, χρεοφειλέτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”